Τα Άβδηρα στην κλασική αρχαιότητα
Τον 7ο αιώνα π.Χ., Έλληνες από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και τις πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας δημιούργησαν μια σειρά αποικιών στην εύφορη παραλιακή ζώνη της αιγιακής Θράκης.
Την εποχή εκείνη ιδρύθηκαν και τα Άβδηρα, στη θέση του ακρωτηρίου Μπουλούστρα, ανάμεσα στις εκβολές του Νέστου και του Πόρτο Λάγος. Πρώτοι έφτασαν στην περιοχή οι Κλαζομένιοι, με αρχηγό τον Τιμήσιο, το 656/652 π.Χ., ίδρυσαν την πόλη των Αβδήρων και την οχύρωσαν με ισχυρά τείχη. Η αποικία αυτή γνώρισε σταδιακά την παρακμή και επανιδρύθηκε το 545 π.Χ., από Τήιους αποίκους.
Η μυθολογική παράδοση παρουσιάζει ως ιδρυτή της πόλης τον Ηρακλή, ο οποίος έχτισε τα Άβδηρα προς τιμή του φίλου του Άβδηρου, από τον οποίο πήραν και το όνομά τους, που τον κατασπάραξαν τα σαρκοβόρα άλογα του βασιλιά των Βιστόνων Θρακών, Διομήδη (είναι ο όγδοος άθλος του Ηρακλή). Τοποθετημένη σε μια προνομιούχο για το εμπόριο με τη Θρακική ενδοχώρα θέση, με δύο λιμάνια και πλούσιες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, η αποικία των Τηίων εξελίχθηκε γρήγορα σε μια από τις ακμαιότερες πόλεις του βόρειου Αιγαίου.
Πληροφορίες για την ιστορία των Αβδήρων αντλούμε από τις αρχαίες πηγές και τις αρχαιολογικές έρευνες. Έντονη και καθοριστική για την πορεία τους υπήρξε η παρουσία των Περσών, που άρχισε να γίνεται αισθητή στην περιοχή ήδη από το 512 π.Χ. Όταν το 491 π.Χ. ο Μαρδόνιος κυρίευσε τις ελληνικές πόλεις της περιοχής και υπέταξε μερικά από τα θρακικά φύλα, το λιμάνι των Αβδήρων χρησίμευσε ως ορμητήριο των Περσών. Το 480 π.Χ. η πόλη φιλοξένησε τον Ξέρξη και το στρατό του, ενώ το 479 π.Χ. ο βασιλιάς των Περσών φιλοξενήθηκε για μια ακόμη φορά, όταν ηττημένος αποχωρούσε από την Ελλάδα. Ένα χρυσό ξίφος και μια χρυσοποίκιλτη τιάρα ήταν τα δώρα που άφησε τότε ο Ξέρξης στα Άβδηρα. Μετά τους Περσικούς πολέμους τα Άβδηρα γνώρισαν μια μακρά ειρηνική περίοδο μεγάλης οικονομικής και πολιτιστικής ακμής. Έγιναν μέλος της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας, πληρώνοντας ιδιαίτερα υψηλό φόρο, ενώ στενές ήταν και οι σχέσεις τους με το ανεξάρτητο θρακικό βασίλειο των Οδρυσών. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος έφερε μια σειρά στάσεων, συγκρούσεων και συμμαχιών που αποδυνάμωσαν την πόλη.
Διαβάστε περισσότερα
Ιδιαίτερα σημαντικό ήταν το πλήγμα που δέχτηκαν τα Άβδηρα το 376 π.Χ., από τη εισβολή 30.000 Τριβαλλών που είχε ως αποτέλεσμα τον αποδεκατισμό των κατοίκων τους. Ο Αθηναίος στρατηγός Χαβρίας ήταν αυτός που έσωσε τότε τη πόλη. Τον επόμενο χρόνο, με τη δύναμή τους σημαντικά μειωμένη, έγιναν μέλος της Β΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας και παρέμειναν στη σφαίρα επιρροής των Αθηνών μέχρι το 350 π.Χ. Την εποχή εκείνη, ο Φίλιππος Β΄ κυρίευσε τα Άβδηρα, μαζί με άλλες πόλεις των θρακικών παραλίων.
Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την κατάτμηση του βασιλείου του, η πόλη γνώρισε διαδοχικά την κυριαρχία των Μακεδόνων, των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων. Στα τέλη του 3ου και στις αρχές του 2ου προχριστιανικού αιώνα οι συγκρούσεις μεταξύ των Μακεδόνων και των Ρωμαίων οδήγησαν στην επικράτηση των Ρωμαίων, που το 167 π.Χ. επέβαλαν την κυριαρχία τους στη Μακεδονία και τη Θράκη. Τα Άβδηρα διατήρησαν τότε το καθεστώς της «ελεύθερης πόλης», η εποχή της ακμής τους όμως είχε ήδη περάσει. Σταδιακά μετατράπηκαν σε μια μικρή και ασήμαντη πολίχνη, καθώς οι πλημμύρες του Νέστου και τα έλη που δημιουργήθηκαν και δεν αποξηράνθηκαν προξένησαν στην πόλη ανυπέρβλητα προβλήματα.
Πολύτιμα είναι τα στοιχεία που διαθέτουμε για την κοινωνική οργάνωση, τον δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο των Αβδήρων. Η γεωργία, η κτηνοτροφία, η αλιεία, το εμπόριο και οι βιοτεχνικές δραστηριότητες αποτελούσαν τις κύριες ασχολίες των κατοίκων τους. Αδιάψευστο μάρτυρα της μεγάλης εμπορικής δραστηριότητάς τους αποτελεί η ανθηρή νομισματοκοπία της πόλης (χαρακτηριστικό είναι το βασιλικό νομισματοκοπείο που υπήρχε όπου κόπηκαν νομίσματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου). Η εύρεση των μεγάλων ασημένιων οκτάδραχμων και τετράδραχμων των Αβδήρων, με έμβλημα τον γρύπα, σε περιοχές τόσο απομακρυσμένες όπως η Αίγυπτος, η Συρία και η Μεσοποταμία, μαρτυρούν το εύρος και τη δυναμική του εμπορίου της.
Την περίοδο της ανεξαρτησίας τους τα Άβδηρα είχαν δημοκρατικό πολίτευμα. Ο Δήμος και η Βουλή είχαν την ανώτατη εξουσία. Ανώτατος και επώνυμος άρχοντας ήταν ο ιερέας του πολιούχου θεού της πόλης, Απόλλωνα. Ανώτατοι εκτελεστικοί άρχοντες ήταν οι Τιμούχοι, που αντικαταστάθηκαν στο α΄ μισό του 2ου αιώνα π.Χ. από τους Νομοφύλακες. Τα οικονομικά της πόλης ελέγχονταν από τους οικονομικούς άρχοντες και τα αρχεία της ήταν οργανωμένα. Τα ψηφίσματα προξενίας φυλάσσονταν στο Ιερό του Διονύσου, ενώ η έκθεση των ψηφισμάτων της Εκκλησίας του Δήμου, που γράφονταν σε μαρμάρινες στήλες, γινόταν στην Αγορά. Από τις αρχαίες πηγές και από τις επιγραφές γνωρίζουμε τρεις νόμους της πόλης. Τον 5ο αιώνα π.Χ. ίσχυε νόμος που δεν επέτρεπε να ταφεί στην πατρίδα του ο πολίτης που είχε σπαταλήσει την πατρική του περιουσία. Από τον 4ο αιώνα π.Χ. γνωρίζουμε έναν νόμο που ρύθμιζε τις αγοροπωλησίες ζώων και δούλων και από τον 3ο αιώνα π.Χ. έναν νόμο για την προστασία της πόλης από συνωμοσίες.
Ο πληθυσμός των Αβδήρων χωριζόταν σε ελεύθερους, απελεύθερους και δούλους. Η ακριβής οργάνωση της κοινωνίας όμως, όπως και ο αριθμός των κατοίκων της, μας είναι άγνωστα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ερευνητών, ο πληθυσμός κυμαινόταν από 30.000 έως και 100.000 κατοίκους. Το σίγουρο είναι ότι τα Άβδηρα ήταν μια πολυάνθρωπη πόλη στην οποία, εκτός από τους αποίκους, κατοικούσαν ντόπιοι Θράκες και Έλληνες από άλλες περιοχές. Από τις θρησκευτικές γιορτές που τελούνταν στην πόλη, γνωστές είναι δύο: Τα Διονύσια, που ήταν η μεγαλύτερη, και τα Θεσμοφόρια, γιορτή γυναικών που διαρκούσε τρεις μέρες και γινόταν προς τιμή της θεάς Δήμητρας. Εκτός από τον Απόλλωνα, που ήταν ο πολιούχος θεός, ιδιαίτερα σημαντική ήταν η λατρεία του Διονύσου, ενώ γνωστές μας είναι και οι λατρείες πολλών άλλων θεών και ηρώων. Η ύπαρξη Ιερών του Απόλλωνος Δηρήνου, του Διόνυσου, της Αθηνάς Επιπυργίτιδος και της Αφροδίτης είναι γνωστή από αρχαίες πηγές, δεν έχει όμως επιβεβαιωθεί ανασκαφικά. Στην ακμαία πόλη των Αβδήρων, που είχε δεχτεί έντονες επιδράσεις από την πνευματική ζωή της Ιωνίας, γεννήθηκαν και έδρασαν γνωστοί ποιητές, σοφιστές και φιλόσοφοι. Πρώτος χρονολογικά αναφέρεται ο μελικός ποιητής Ανακρέων, που ήρθε μαζί με τους αποίκους από την Τέω. Δικά του είναι τα λόγια που σώζει ο Στράβων και χαρακτηρίζουν τα Άβδηρα ως «καλή Τηίων αποικίη».
Ένας από τους μεγαλύτερους σοφιστές της αρχαιότητας, ο Πρωταγόρας, που έδρασε κυρίως στην Αθήνα, γεννήθηκε στα Άβδηρα. Αβδηρίτης ήταν επίσης ο δάσκαλος του Δημόκριτου Λεύκιππος, ο Ανάξαρχος, μαθητής του Δημόκριτου που ακολούθησε τον Μέγα Αλέξανδρο στις εκστρατείες του, ο γραμματικός Εκαταίος και ο ποιητής Νικαίνετος. Ο Βίων ο Αβδηρίτης, μαθηματικός που έζησε τον 4ο αιώνα π.Χ., ήταν ο πρώτος που διατύπωσε τη θεωρία ότι υπάρχουν περιοχές στη γη όπου για έξι μήνες είναι μέρα και για έξι μήνες νύχτα.
Ανάμεσα στους πνευματικούς άνδρες που γεννήθηκαν στα Άβδηρα, κορυφαία προβάλλει η μορφή του Δημόκριτου, που γεννήθηκε περίπου το 470 π.Χ. Ο μεγάλος υλιστής φιλόσοφος, ο θεμελιωτής της θεωρίας του ατόμου, απέκτησε μεγάλη φήμη όσο ακόμη ζούσε. Η διατύπωση της θεωρίας ότι ολόκληρος ο κόσμος αποτελείται από πολύ μικρά κομματάκια ύλης, τα άτομα (ά-τμητα), αποτελεί μια από τις σημαντικότερες συνεισφορές της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας στην επιστήμη.
Οι πληροφορίες που αντλούμε από τις αρχαίες πηγές καθώς και τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών, μαρτυρούν ότι τα Άβδηρα ανέπτυξαν ιδιαίτερα υψηλό υλικό και πνευματικό πολιτισμό, παρόλο που κατά την αρχαιότητα υπήρξαν περιβόητα για τη μωρία των κατοίκων τους, το λεγόμενο αβδηριτισμό.
Πηγές:
-
Αρχαιολογικός Οδηγός «ΑΒΔΗΡΑ ΠΟΛΥΣΤΥΛΟ»
-
Ντίνα Καλλιντζή, Αρχαιολόγος
-
Δόμνα Τερζοπούλου Αρχαιολόγος
-
Νίκος Ζήκος Αρχαιολόγος
Τα Άβδηρα στη βυζαντινή εποχή
Από την εποχή που έπαψε να υφίσταται η έννοια «πόλις-κράτος», οι ανθηρές και εύρωστες αρχαίες πόλεις της Θράκης αρχίζουν σταδιακά να παρακμάζουν.
Κατά το τέλος της ύστερης αρχαιότητας (4ος - 5ος αι.), οι πόλεις οδηγήθηκαν σε έντονη παρακμή. Την ίδια τύχη με τις υπόλοιπες αρχαίες πόλεις της Θράκης είχαν και τα Άβδηρα. Η παρακμή της πόλης αρχίζει από την ελληνιστική εποχή, για να υποστεί μεγάλη καταστροφή, όπως ανασκαφικά βεβαιώθηκε, στην εποχή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Α΄(307-337 μ.Χ.), που σήμανε και το τέλος της αρχαίας πόλης. Από την εποχή αυτή και μετά, η πόλη δεν μνημονεύεται στις γραπτές πηγές για πέντε αιώνες και συγκεκριμένα μέχρι το 879, οπότε και εμφανίζεται ως έδρα επισκοπής με το όνομα Πολύστυλον στα πεπραγμένα της οικουμενικής συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως με επίσκοπο τον Δημήτριο. Η μεταλλαγή του ονόματος από Άβδηρα σε Πολύστυλον θα πρέπει να πραγματοποιήθηκε στα πρώτα χρόνια της Μακεδονικής Δυναστείας, εποχή κατά την οποία παρατηρείται ανασυγκρότηση των πόλεων και ανάδειξη πολλών απ' αυτές σε έδρες επισκοπών.
Το καινούργιο όνομα που δόθηκε στην πόλη - Πολύστυλον -προέρχεται από τους πολλούς στύλους (κίονες), που υπήρχαν στον χώρο της αρχαίας πόλης. Σύμφωνα με τις κατά καιρούς εκκλησιαστικές εκθέσεις (Notitiae) η επισκοπή Πολυστύλου υπαγόταν στην μητρόπολη Φιλίππων, για να αποσπαστεί απ' αυτήν λόγω αποστάσεως και να προσαρτηθεί στην αρχιεπισκοπή Μαρωνείας κατά τα έτη 1365-1370. Τελευταίος γνωστός επίσκοπος Πολυστύλου είναι ο Πέτρος, που το 1363 υπογράφει έγγραφο για την κυριότητα του μονυδρίου των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, που βρισκόταν στη Θάσο.
Διαβάστε περισσότερα
Πέρα από τις εκκλησιαστικές πηγές, η πόλη αναφέρεται συχνά και στους βυζαντινούς συγγραφείς, είτε με το βυζαντινό της όνομα (Πολύστυλον), είτε με το αρχαίο (Άβδηρα). Από τον Γρηγορά χαρακτηρίζεται ως «φρούριον» και από τον Καντακουζηνό ως «πολίχνιον παράλιον». Η πόλη, όπως και ολόκληρη η Θράκη, γνωρίζει κατά τον 14ο αιώνα τις συνέπειες του εμφυλίου πολέμου (1341-1346) που ξέσπασε στο Βυζάντιο ανάμεσα στην Άννα Παλαιολογίνα, χήρα του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ΄, και τον Ιωάννη Καντακουζηνό. Την πόλη επισκέπτεται το 1342 ο Ιωάννης Καντακουζηνός, κατά τη διάρκεια ταξιδιού του στη Σερβία για αναζήτηση συμμάχων, εφοδιάζοντάς την με σιτάρι και τοποθετώντας φρουρά στο κάστρο της. Την ίδια χρονιά, ο αυτοκρατορικός στόλος υπό τον ναύαρχο δούκα Απόκαυκο, εχθρό του Καντακουζηνού, καταπλέει στο λιμάνι της, ενώ την επόμενη χρονιά (1343) αγκυροβολεί εδώ ο στόλος του εμίρη του Αϊδινίου Ομούρ Μπέη, ερχόμενος σε βοήθεια του συμμάχου του, Καντακουζηνού. Για δύο χρόνια (1343-1345) η πόλη βρίσκεται στα χέρια του Βούλγαρου ηγεμονίσκου Μομτζίλου, που, εκμεταλλευόμενος τη συμμαχία του με την Άννα Παλαιολογίνα, καταλαμβάνει την Ξάνθεια (Ξάνθη) και καθίσταται πρόσκαιρα κυρίαρχος της περιοχής.
Από τις πληροφορίες των βυζαντινών ιστορικών και χρονογράφων συνάγεται ότι το Πολύστυλον υπήρξε κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο μια αρκετά σημαντική οχυρωμένη ναυτική πόλη, που επικοινωνούσε με την ενδοχώρα με δύο δρόμους, από τους οποίους ο ένας οδηγούσε στην Ξάνθεια και ο άλλος στο Περιθεώριον (Αναστασιούπολης). Μετά την κατάληψη της περιοχής από τους Οθωμανούς, η πόλη εγκαταλείπεται, για να ιδρυθεί ο μεταβυζαντινός οικισμός σε απόσταση 6 χλμ. βόρεια, στη θέση του σημερινού οικισμού των Αβδήρων.
Πηγές:
-
Αρχαιολογικός Οδηγός «ΑΒΔΗΡΑ ΠΟΛΥΣΤΥΛΟ»
-
Ντίνα Καλλιντζή, Αρχαιολόγος
-
Δόμνα Τερζοπούλου Αρχαιολόγος
-
Νίκος Ζήκος Αρχαιολόγος
Τα Άβδηρα στα νεότερα χρόνια
Τα νεότερα Άβδηρα πρέπει να χτίστηκαν γύρω στο 1720. Ο πρώτος οικισμός απλωνόταν γύρω από την εκκλησία, όπου σήμερα προβάλλουν τα πανέμορφα αρχοντικά εκείνης της εποχής, καθώς και το παλιό Διδακτήριο
Αργότερα προστέθηκε ο Τσακάλ Μαχαλάς. Κυριότερη ασχολία των κατοίκων ήταν η καλλιέργεια καπνού, που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Για την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ως τα τέλη του 18ου αιώνα, δεν έχουμε συγκεκριμένα στοιχεία για να οικοδομήσουν την νεότερη ιστορία των Αβδήρων. Είναι άγνωστο αν τα Άβδηρα είχαν περάσει, προσωρινά ή μόνιμα, στην κατοχή των Τούρκων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που μας δίνει ο καθηγητής Θανάσης Μουσόπουλος στο βιβλίο του «Άβδηρα Γη του Κάλλους και του Στοχασμού», το πιο πιθανό είναι ότι οι κάτοικοι του Βυζαντινού Πολύστυλου, μετά την τουρκική κατάληψη κινήθηκαν προς το εσωτερικό, όπου έφτιαξαν το νέο χωριό, παραχωρώντας τη χρήση του λιμανιού και του φρουρίου στους Τούρκους.
Περισσότερα στοιχεία για την ιστορία και λαογραφία του χωριού παίρνουμε από τις έρευνες και μελέτες του Δημήτρη Δανδαλίδη, ενός ξεχωριστού δασκάλου που πρόσφερε τα μέγιστα για την καταγραφή της ιστορίας και των παραδόσεων των Αβδήρων. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει:
Διαβάστε περισσότερα
«Η Λαϊκή παράδοση διέσωσε την πληροφορία ότι οι κάτοικοι των Αρχαίων Αβδήρων, ύστερα από την τελευταία τους καταστροφή, μη μπορώντας να αντιμετωπίσουν τους πειρατές, μετακινήθηκαν προς τα ενδότερα και τελικά στη θέση των σημερινών Αβδήρων. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι ανάμεσα στις θέσεις αρχαίων και σημερινών Αβδήρων υπάρχει τοποθεσία η οποία ονομάζεται «Παληοχώρα» και στην οποία βρέθηκαν και βρίσκονται από τους χωρικούς αρχαία «ευρήματα». Η τοπωνυμία αυτή είναι από τις λίγες που διασώθηκαν στην περιοχή αυτή σε ελληνική γλώσσα».
Και παρακάτω σημειώνει:
«Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση, οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού, προτού εγκατασταθούν σ' αυτό, ζούσαν κοντά στη θέση των αρχαίων Αβδήρων και του Πολυστύλου, δούλευαν στην αλυκή που υπήρχε εκεί και μετά εγκαταστάθηκαν στη θέση που σημερινού χωριού».
Αρχικά, στην ευρύτερη περιοχή των Αβδήρων δεν υπήρχαν άλλοι οικισμοί παρά μόνο τσιφλίκια, στις θέσεις των οποίων αργότερα κτίστηκαν οι προσφυγικοί οικισμοί του Μυρωδάτου, της Μάνδρας, της Πεζούλας, της Γκιώνας και της Νέας Κεσσάνης.
ΜΑΝΔΡΑ
Ο οικισμός της Μάνδρας κατοικείται από πρόσφυγες της Μικράς Ασίας που ήρθαν συγκεκριμένα από την πόλη Σέρντιβαν της περιφέρειας Αντάπαζαρ της Βιθυνίας.
Τον Ιούνιο του 1921, ο στρατός του Κεμάλ εισχωρεί στην περιοχή του Σέρντιβαν, με την ευκαιρία της απουσίας του Ελληνικού στρατού, που είχε φύγει για την Προύσα, και την καταλαμβάνει. Οι περισσότεροι κάτοικοι εγκατέλειψαν το χωριό, ενώ έμεινε ένας πολύ μικρός αριθμός οικογενειών, η τύχη των οποίων αγνοείται. Απ' αυτούς οι περισσότεροι κατευθύνθηκαν προς τη Νικομήδεια και τη Ραιδεστό και από εκεί επιβιβάσθηκαν στα πλοία, αναζητώντας τη σωτηρία τους σε κάποια νησιά του Αιγαίου, τον Βόλο, την Καβάλα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.
Αργότερα πολλοί απ' αυτούς έσμιξαν ξανά στον Αλμυρό του Βόλου, όπου εγκαταστάθηκαν σε προσφυγικούς οικισμούς, ενώ κάποιοι άλλοι μετακινήθηκαν προς την Αριδαία και την Ξάνθη. Αρχικά και για ένα χρόνο περίπου, έμειναν στην περιοχή του Σιδηροδρομικού Σταθμού, ενώ στις αρχές του 1924 εγκαταστάθηκαν οριστικά πια στον νέο οικισμό της Μάνδρας.
Βρήκαν καταφύγιο προσωρινά σε έναν εγκαταλελειμμένο τουρκικό οικισμό και σε κάποια τσιφλίκια. Αρχικά δημιουργήθηκαν δυο συνοικίες, ενώ αργότερα με βάση το Πρόγραμμα της τότε Κυβέρνησης για τους πρόσφυγες, ιδρύθηκε το νέο χωριό που ονομάστηκε Μάνδρα λόγω της ιδιαίτερης μορφολογίας του εδάφους της περιοχής, η οποία είναι περιτριγυρισμένη με βουνά σαν μάνδρα.
Οι συνθήκες διαβίωσης για τους πρόσφυγες ήταν τραγικές. Με πολύ κόπο και θυσίες κατάφεραν να οργανώσουν τον οικισμό και να δώσουν πνοή στον τόπο. Ακολούθησαν δύσκολες εποχές με τη γερμανική και αργότερα τη βουλγαρική κατοχή, που οδήγησαν το χωριό στη δυστυχία. Γρήγορα όμως και κυρίως μετά τον Εμφύλιο πόλεμο, η Μάνδρα επανέκτησε τις δυνάμεις της και ανέπτυξε γρήγορους ρυθμούς προόδου, μέχρι τη σημερινή εποχή.
Χαρακτηριστικό στοιχείο της ιστορικής διαδρομής της Μάνδρας είναι τα σπάνια κειμήλια, βιβλία, προσωπικά αντικείμενα και άλλα είδη μεγάλης αξίας, που με πίστη και λατρεία τα μετέφεραν την ημέρα του ξεριζωμού τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πρωταρχικό μέλημα της Δημοτικής Αρχής των Αβδήρων είναι η κατασκευή Λαογραφικού Μουσείου στην Μάνδρα, το οποίο βρίσκεται σε πολύ καλό στάδιο και σύντομα θα γίνει πραγματικότητα, για να φιλοξενήσει τους σπάνιους θησαυρούς από τη Μικρά Ασία.
ΜΥΡΩΔΑΤΟ
Οι κάτοικοι του Μυρωδάτου είναι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και συγκεκριμένα από την περιοχή της Ανδριανούπολης. Προέρχονται από τις περιοχές Τυρολόη, Μάλγαρα, Κατίχαλα και Σεΐνγκιο. Με τον ξεριζωμό και την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι πρόσφυγες εγκατέλειψαν τα χωριά τους και κατευθύνθηκαν προς την ενδότερη χώρα της Θράκης. Πολλοί απ' αυτούς εγκαταστάθηκαν στη νότια πλευρά της Ξάνθης και γύρω από τα Άβδηρα.
Ένα μέρος από αυτούς εγκαταστάθηκαν στο παλιό τσιφλίκι «Μεγάλο Κάλφαλαρ», που είναι η σημερινή τοποθεσία του χωριού, ένα άλλο μέρος στο τσιφλίκι «Μικρό Κάλφαλαρ» και κάποιες οικογένειες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή «Κοσιάμπαλι». Αυτοί αποτελούσαν τους πρώτους πυρήνες του χωριού. Το 1924 εγκαταστάθηκαν άλλες τριάντα οικογένειες, οι οποίες είχαν μείνει προσωρινά στην Κομοτηνή. Η εγκατάσταση των προσφύγων συνεχίστηκε μέχρι το 1929 οπότε και ιδρύθηκε νέα συνοικία με την ονομασία «Δάφνη».
Τα παραπάνω τουρκικά τσιφλίκια απαλλοτριώθηκαν από το Ελληνικό κράτος, μέσα στα πλαίσια των μέτρων που πάρθηκαν για την αποκατάσταση των προσφύγων, και παραχωρήθηκαν σ' αυτούς για να χτίσουν σπίτια. Αργότερα, όλοι οι γύρω οικισμοί συνενώθηκαν και ιδρύθηκε το μικρό χωριό Μυρωδάτο, που πήρε το όνομα του από τα μυρωδάτα καπνά που καλλιεργούνταν.
Το 1930 έγινε οριστική διανομή των εκτάσεων γεωργικής καλλιέργειας από το κράτος και έτσι κάθε οικογένεια απέκτησε γεωργικό κλήρο. Μέχρι τον Ιούνιο του 1948 το χωριό υπαγόταν ως συνοικισμός στη διπλανή κοινότητα των Αβδήρων. Το ίδιο έτος αποσπάστηκε από αυτήν και αποτέλεσε αυτόνομη κοινότητα.
ΝΕΑ ΚΕΣΣΑΝΗ
Χαρακτηριστικό στοιχείο του οικισμού της Νέας Κεσσάνης είναι ότι κατοικείται από πρόσφυγες που προέρχονται από τρία διαφορετικά μέρη, το χωριό «Άγιος Βλάσης» της Μεσημβρίας της Ανατολικής Ρωμυλίας, το χωριό «Κατίκιοϊ» της Μακράς Γέφυρας και το χωριό «Μπασλίκι» της Κεσσάνης στην Ανατολική Θράκη. Άνθρωποι με διαφορετικές ρίζες, διαφορετικά έθιμα και νοοτροπία κυνηγημένοι από Τούρκους και Βούλγαρους κατέφυγαν στη μικρή αυτή γωνιά και παραμερίζοντας τις διαφορές τους δημιούργησαν μια νέα Κοινότητα χωρίς να ξεχάσουν ποτέ την πατρίδα τους.
Ο Άγιος Βλάσης ήταν ένα μικρό χωριό της Μεσημβρίας, στα δυτικά παράλια του Εύξεινου Πόντου, χτισμένο στην ανατολική πλευρά του Μικρού Αίμου. Ήταν χωριό αμιγώς ελληνικό και οι κάτοικοί του ασχολούνταν με την αλιεία, την αμπελουργία, το εμπόριο της ξυλείας, την γεωργία και την κτηνοτροφία.
Το χωριό Κατίκιοϊ ανήκε διοικητικά στην επαρχία της Μακράς Γέφυρας, κωμόπολης της Ανατολικής Θράκης και ήταν επίσης αμιγώς ελληνικό χωριό.
Το Μπασλίκι, τέλος , ανήκε στη διοικητική περιφέρεια της Κεσσάνης, που ήταν επίσης κωμόπολη της Ανατολικής Θράκης και βρισκόταν σε υψηλή τοποθεσία, πιθανώς στην «Κεσσάνη» του Σουΐδα και δίπλα στην αρχαία «Κισσήνην» του Ησυχίου Αλεξανδρέως.
Η Κεσσάνη πριν το 1920 ήταν έδρα καϊμακάμη, ονομαζόταν Ρουσκιόι και υπαγόταν διοικητικά στον Νομό Καλλιπόλεως, ενώ όταν πέρασε στην ελληνική κατοχή (1922) έγινε έδρα υποδιοικήσεως και είχε υπό τη δικαιοδοσία της 55 χωριά και συνοικισμούς. Ο χώρος όπου βρίσκεται σήμερα η Νέα Κεσσάνη, όπως και οι περισσότεροι προσφυγικοί οικισμοί, ήταν παλιό τουρκικό τσιφλίκι γνωστό με το όνομα «Τεπέ Τσιφλίκ».
Πρώτοι έφτασαν οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, οι οποίοι έμειναν προσωρινά σε ένα μουσουλμανικό χωριό του Διδυμότειχου και το 1923 έφτασαν στην Ξάνθη. Αρχικά ζούσαν σε αντίσκηνα, κάτω από τραγικές συνθήκες διαβίωσης. Εκείνη την περίοδο είχε επισκεφθεί την περιοχή ο Πλαστήρας, ο οποίος αντικρίζοντας την απελπιστική κατάσταση των προσφύγων φρόντισε να εγκριθεί σχετικό κονδύλιο στήριξης των προσφύγων για να χτίσουν σπίτια.
Έτσι ξεκίνησε η μόνιμη εγκατάσταση των προσφύγων στη νέα πατρίδα και τη νέα ζωή. Ο νέος οικισμός αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα, οι πρόσφυγες ασχολήθηκαν κυρίως με τη γεωργία, δουλεύοντας κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες. Το 1928 έφτασαν και οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη (Άγιος Βλάσης), αφού είχαν μείνει για τέσσερα χρόνια στην Κομοτηνή. Με μια μικρή οικονομική βοήθεια που τους δόθηκε έχτισαν σπίτια με πλιθιά και γρήγορα προσαρμόστηκαν στις νέες συνθήκες διαβίωσης.
Το 1931 έγινε διανομή γης και το 1934, μετά από μεγάλη προσπάθεια, είχαν την πρώτη παραγωγή. Ακολούθησαν τα δύσκολα χρόνια της βουλγαρικής κατοχής, που εξουθένωσαν τους πρόσφυγες. Γρήγορα, όμως, μετά την απελευθέρωση το 1944, το χωριό βρήκε τους ρυθμούς ανάπτυξης και έτσι προχώρησε μέχρι σήμερα.
ΠΟΡΤΟ ΛΑΓΟΣ
Η ιστορία του Πόρτο Λάγος βασίζεται κυρίως στην λίμνη Βιστωνίδα, η οποία εκτός από οικολογική έχει μεγάλη ιστορική και αρχαιολογική αξία. Πιο συγκεκριμένα, κατά τη μυθολογία ήταν η χώρα του αρχαίου θρακικού λαού των Βιστόνων με βασιλιά τον μυθικό Διομήδη, ο οποίος ήταν γνωστός για τα ανθρωποφάγα άλογά του.
Ιδιαίτερα ξεχωριστή ήταν η γεωγραφική θέση της λίμνης. Ο Ηρόδοτος, ο Πλούταρχος, ο Αρριανός αναφέρονται σε έργα τους για τη λίμνη, που ήταν πέρασμα και μέσο επικοινωνίας για την περιοχή. Κατά τον Στράβωνα, η περιοχή της Βιστωνίδας είχε κατοικηθεί από τους Κικόνες, οι οποίοι σύμφωνα με τον Όμηρο ήταν σύμμαχοι των Τρώων.
Στους Βυζαντινούς χρόνους, η περιοχή ονομάστηκε «Πόροι» (Πέρασμα), είχε σχέση με το Περιθώριο και ήταν σπουδαίος ψαρότοπος και κέντρο οστρεοκαλλιέργειας.
Οι αρχαιολογικές έρευνες που έγιναν έφεραν στο φως σπουδαία βυζαντινά ευρήματα. Πιο συγκεκριμένα αποκαλύφθηκε, στα δυτικά του λιμενίσκου, τμήμα οχυρωματικού περίβολου και τα ερείπια του επισκοπικού ναού των Πόρων (9ος- 10ος αιώνας). Επίσης, βρέθηκαν ένας χάλκινος Σταυρός - εγκώλπιο, πόρπες, χάλκινα νομίσματα και ερείπια του τείχους.
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας μετονομάστηκε σε «Πορού» και αργότερα σε «Μπορού». Με το πέρασμα των χρόνων η περιοχή άλλαξε μορφή και γνώρισε την τραγική πλευρά της τουρκικής κατοχής. Κατάφερε όμως να επιβιώσει και να αναπτυχθεί πολύ γρήγορα. Το όνομα Πόρτο Λάγος, που σημαίνει «Λιμάνι της Λίμνης», το πήρε από Ιταλούς ναυτικούς , Βενετσιάνους και Γενουάτες, που πέρασαν από την περιοχή.
Στα μέσα του 19ου αιώνα το λιμάνι του Πόρτο Λάγος γνώρισε μεγάλη άνθιση. Αυτή την περίοδο ιδρύθηκαν πρακτορεία και μεγάλες ελληνικές και ρωσικές ναυτιλιακές εταιρείες. Σήμερα το Πόρτο Λάγος αποτελεί ένα πραγματικό στολίδι για την περιοχή, με ξεχωριστή οικολογική αλλά και τουριστική σημασία.
Πηγές:
-
Αρχαιολογικός Οδηγός «ΑΒΔΗΡΑ ΠΟΛΥΣΤΥΛΟ»
-
Ντίνα Καλλιντζή, Αρχαιολόγος
-
Δόμνα Τερζοπούλου Αρχαιολόγος
-
Νίκος Ζήκος Αρχαιολόγος